ειμα

ειμα
    εἷμα
    -ατος τό [ἕννυμι]
    1) одежда, платье Hom.
    2) верхняя одежда, плащ
    

(κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her.)

    3) покрывало
    

(ὑφ΄ εἵματος κρυφείς Soph.)

    πατησμὸς εἱμάτων Aesch. — хождение по коврам


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ειμα" в других словарях:

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • εἷμα — garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμάτων — εἷμα garment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵμασι — εἷμα garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵμασιν — εἷμα garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵματα — εἷμα garment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵματι — εἷμα garment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵματος — εἷμα garment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵμαθ' — εἵματα , εἷμα garment neut nom/voc/acc pl εἵματι , εἷμα garment neut dat sg εἵματε , εἷμα garment neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵματ' — εἵματα , εἷμα garment neut nom/voc/acc pl εἵματι , εἷμα garment neut dat sg εἵματε , εἷμα garment neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίμα — ἷμα, τὸ (Α) βλ. είμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι γλώσσα τού Ησύχ. και προφανώς άλλος τ. τής λ. εἷμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»